- ενισκιμπτω
- ἐνισκίμπτωэп. = ἐνσκίμπτω См. ενσκιμπτω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενισκίμπτω — ἐνισκίμπτω (Α) επικ. τ. τού ενσκίμπτω* … Dictionary of Greek
ενσκίμπτω — ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) [σκίμπτομαι] 1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.) 2. εξακοντίζω 3. χτυπώ, πλήττω … Dictionary of Greek